πειστικός

πειστικός
πεισ-τικός, ή, όν,
A persuasive, Pl.Grg.455a, Lg.723a, Arist.Rh. 1355b29, Plb.30.2.3, Phld.Rh.2.12 S. (in codd. and Pap. freq. written πιστικός, as Grg. l.c., Men.472.4, PMag.Par.1.2170): ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Plt.304d ; τὸ π. ib.c. Adv. -κῶς Ruf.Rh.p.399 H., S.E.M. 2.62 (

πιστικῶς Phld.Rh.2.191

S.) : [comp] Comp.

-ωτέρως Thphr.Metaph.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πειστικός — persuasive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικός — ή, ό / πειστικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει (α. «πειστικά επιχειρήματα» β. «ὁ ἀσαφὴς λόγος οὐκ ἔστι πειστικός», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. το θηλ. ἡ πειστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής πειθούς, η τέχνη τού να πείθει κανείς τους… …   Dictionary of Greek

  • πειστικός — ή, ό αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει: Πειστικά επιχειρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειστικά — πειστικός persuasive neut nom/voc/acc pl πειστικά̱ , πειστικός persuasive fem nom/voc/acc dual πειστικά̱ , πειστικός persuasive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικώτερον — πειστικός persuasive adverbial comp πειστικός persuasive masc acc comp sg πειστικός persuasive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικόν — πειστικός persuasive masc acc sg πειστικός persuasive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικοί — πειστικός persuasive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικούς — πειστικός persuasive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικωτέρους — πειστικός persuasive masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικωτέρως — πειστικός persuasive masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικῆς — πειστικός persuasive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”